Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

ΕΡΩΤΙΚΟ


Διπλώνω το σώμα και σιωπώ, κοιτάζω δίπλα μου το κενό
και σχηματίζω σιγά σιγά το πρόσωπο σου
σαν μαθήτρια πρώτη μέρα στα χρώματα
και στα σχήματα.
Η μνήμη νωπή αρχίζει δουλειά.
Το σχήμα του κροτάφου σου,
εκεί αναπαύεται μια τούφα από τα μαλλιά σου.
Όχι ακόμα τα μάτια.
Το μέτωπο σου συνοφρυωμένο πάντα σχεδόν,
ακόμα κι όταν γελάς, αντιστέκονται οι γραμμές
για να θυμίζουν συνέχεια πως έχεις φορτίο βαρύ.
Tα μάτια, όχι, όχι ακόμα τα μάτια.
Τα ζυγωματικά σου παλεύουν με το πρέπει και το θέλω
και τρέμουν, συσπώνται.
Τα φρύδια σου τόξα ισχυρού, υπεύθυνου συνέχεια.
Πώς αντέχεις;
Μη, μη τα μάτια.
Η σχηματισμένη κορυφή στο πρόσωπο σου οσφραίνεται
την μυρωδιά μου και την κρατά φυλακισμένη.
Τα χείλη σου έχουν τόσους τρόπους να μιλούν κι ας μην ανοίγουν,
κι άλλους τόσους να φιλούν που δεν τους ξέρω.
Ο λαιμός σου στητός γέρνει μόνο από θέλημα στοργής ή πόθου.
Ο κορμός σου και τα πόδια σου χτίστες για ζωές πολλές.
Ω Θεέ μου, τώρα, τώρα θα σχηματίσω τα χέρια σου.
Δεν ξέρω πως υπήρχα πριν κρυφτώ στις παλάμες σου,
δυνατές, ικανές να σε κάνουν να βουρκώσεις,
αν σε σφίξουν από μίσος γιατί αγάπησαν.
Τα μάτια σου, πως να σχηματίσω την ζωή μου;
Λέω πως να είναι μεγάλη σαν θάλασσα
που σμίγει ουρανό, στοργική και παθιασμένη,
σκληρή για να κρύβει τις πληγές της,
βροχερή όταν νιώθει πόνο και μοναξιά,
ξάγρυπνη από ανάγκη να πιστεύει στα θαύματα,
μεθυσμένη όταν λιγώνεται από έρωτα,
αγκαλιά για όποιον αγνά την χρειάζεται,
γεμάτη λέξεις φτιαγμένες πρωτόπλαστες
που δεν ήξερες ότι μπορείς να πεις.
Την ώρα που με πρωτοαντίκρυσες
αναδύθηκε η φωνή σου στα μάτια σου.
Είπες το όνομα μου όπως κανείς ποτέ ξανά
και η ζωή μου έμεινε εκεί.
Κράτα την. Δική σου είναι.