Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

ΕΡΩΤΙΚΟ


Διπλώνω το σώμα και σιωπώ, κοιτάζω δίπλα μου το κενό
και σχηματίζω σιγά σιγά το πρόσωπο σου
σαν μαθήτρια πρώτη μέρα στα χρώματα
και στα σχήματα.
Η μνήμη νωπή αρχίζει δουλειά.
Το σχήμα του κροτάφου σου,
εκεί αναπαύεται μια τούφα από τα μαλλιά σου.
Όχι ακόμα τα μάτια.
Το μέτωπο σου συνοφρυωμένο πάντα σχεδόν,
ακόμα κι όταν γελάς, αντιστέκονται οι γραμμές
για να θυμίζουν συνέχεια πως έχεις φορτίο βαρύ.
Tα μάτια, όχι, όχι ακόμα τα μάτια.
Τα ζυγωματικά σου παλεύουν με το πρέπει και το θέλω
και τρέμουν, συσπώνται.
Τα φρύδια σου τόξα ισχυρού, υπεύθυνου συνέχεια.
Πώς αντέχεις;
Μη, μη τα μάτια.
Η σχηματισμένη κορυφή στο πρόσωπο σου οσφραίνεται
την μυρωδιά μου και την κρατά φυλακισμένη.
Τα χείλη σου έχουν τόσους τρόπους να μιλούν κι ας μην ανοίγουν,
κι άλλους τόσους να φιλούν που δεν τους ξέρω.
Ο λαιμός σου στητός γέρνει μόνο από θέλημα στοργής ή πόθου.
Ο κορμός σου και τα πόδια σου χτίστες για ζωές πολλές.
Ω Θεέ μου, τώρα, τώρα θα σχηματίσω τα χέρια σου.
Δεν ξέρω πως υπήρχα πριν κρυφτώ στις παλάμες σου,
δυνατές, ικανές να σε κάνουν να βουρκώσεις,
αν σε σφίξουν από μίσος γιατί αγάπησαν.
Τα μάτια σου, πως να σχηματίσω την ζωή μου;
Λέω πως να είναι μεγάλη σαν θάλασσα
που σμίγει ουρανό, στοργική και παθιασμένη,
σκληρή για να κρύβει τις πληγές της,
βροχερή όταν νιώθει πόνο και μοναξιά,
ξάγρυπνη από ανάγκη να πιστεύει στα θαύματα,
μεθυσμένη όταν λιγώνεται από έρωτα,
αγκαλιά για όποιον αγνά την χρειάζεται,
γεμάτη λέξεις φτιαγμένες πρωτόπλαστες
που δεν ήξερες ότι μπορείς να πεις.
Την ώρα που με πρωτοαντίκρυσες
αναδύθηκε η φωνή σου στα μάτια σου.
Είπες το όνομα μου όπως κανείς ποτέ ξανά
και η ζωή μου έμεινε εκεί.
Κράτα την. Δική σου είναι.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009


Δυσαρμονία - Εξάρτηση
Ανοχή - Παραφορά
Χάδι - Τραύμα
Απόλαυση - Ενοχή
Ανάγκη - Απάθεια
Απώλεια - Αποτυχία
Προσπάθεια - Εγκατάλειψη
Πόνος - Αντιστάθμιση
Ικεσία - Άρνηση

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ


Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με-
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη ,
κ’επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’αισθάνονται τα χέρια σαν ν’αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…


Κ. Καβάφης

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

ΜΠΛΕ ΚΑΙ ΜΑΥΡΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Μπλε και μαύρες γραμμές χαράζονται στο λευκό χαρτί... ξεκίνησα να γράφω. Να γράψω αυτά που με
απασχολούν, αυτά που σκιάζουν τα πρωινά και βασανίζουν τις Νύχτες. Αυτά που περπατάνε πέρα δώθε
χαζεύοντας όσα φτιάχτηκαν για να έχουν οι άλλοι πίσω από τις λαμπερές βιτρίνες. Γράφω αφήνοντας σε
κάθε λέξη και ένα στρατιώτη που περιμένει τις ορδές του εχθρού να έρθουν, για να αφήσει και αυτός
την τελευταία ανάσα του, για μια άγνωστη πατρίδα που αγωνιά πίσω από την ξεχασμένη στο ντουλάπι
σημαία της. Γράφω φυτεύοντας στο χωράφι του χαρτιού την λέξη για να μεγαλώσει να ανθήσει, και να
δώσει τους καρπούς της στα πεινασμένα ζωύφια που τρέφονται από τις ψυχές που παραωρίμασαν και
σάπισαν. Καταραμένη σπορά και σε αυτό το χωράφι. Λέξεις αδύναμες που αργοπεθαίνουν κομμένες από την
ρίζα. Γράφοντας ταξιδεύω με την βάρκα μου στην τρικυμία που σαρώνει τον μεγάλο και βαθύ ωκεανό που
με χωρίζει από την Ιθάκη που ποτέ δεν γνώρισα. Το χέρι που κρατά το στυλό με βαραίνει σαν να είναι
φτιαγμένο από βαρύ, βαρύ χαλκό, σκουριασμένο και παρατημένο στο παλιό Ναυπηγείο. Και όμως γράφω με
το βαρύ στυλό μου, με την τρύπια μου βάρκα... ξέροντας πώς όσο μακριά και να είναι η άγνωστη Ιθάκη,
όσο δειλή και προδώτρα είναι η άγνωστη πατρίδα... Πάντα τα φυτά του χωραφιού μου, θα έχουν κρατημένο
ένα φρούτο και ένα λουλούδι. Με μαύρες και μπλε γραμμές θα συνεχίσω να
χαράζω την πορεία σε αυτούς τους Χάρτες.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΞΟΒΕΛΙΣΑΝ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Ένα μήνυμα «ειλικρινούς λύπης και αγανάκτησης για την απόλυτη απουσία της έννοιας, της λέξης καν: τέχνη, από τον λόγο όσων διαχειρίζονται την ελληνική πραγματικότητα».
Η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, με αφορμή το προχθεσινό ντιμπέιτ: «Και οι έξι πολιτικοί, αλλά δυστυχώς και οι έξι δημοσιογράφοι, προφανώς θεωρώντας την τέχνη διακοσμητικό ή και περιττό στοιχείο της ζωής, ταυτίζοντας, ίσως, στη συνείδησή τους τον καλλιτέχνη με τον διασκεδαστή, δεν θεώρησαν άξια λόγου ούτε μια απλή αναφορά στην τέχνη, που θα πει αναφορά σ' αυτό το μηδέν (μηδέν πόσο;) τοις εκατό, όσων την εκπροσωπούν ή όσων προστρέχουν σ' αυτήν (κι εδώ, θέλω να πιστεύω, το ποσοστό είναι μεγαλύτερο). Η πνευματική διάσταση της ζωής φαίνεται να λείπει παντελώς από τον δημόσιο λόγο, ή πιο σωστά, ο πολιτικός λόγος δεν διστάζει, ακόμη κι όταν θέλει να ευαγγελίζεται ένα καλύτερο αύριο, να απαξιώνει εντελώς τη δύναμη που μπορεί να το φέρει, την τέχνη».

Ελευθεροτυπία 24/9/2009

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΤΟ ΔΑΣΟΣ


Μερικές φορές ονειρεύομαι το Δάσος, όχι οποιοδήποτε Δάσος, το δικό μας Δάσος. Θα μου πεις το Δάσος είναι ένα και ανήκει σε όλους, και εγώ θα σου πω υπάρχει τουλάχιστον ένα Δάσος μόνο για σένα και για μένα.
Γι’ αυτό περπατάμε στο Δάσος. Γι’ αυτό το διασχίζουμε.
Στο Δάσος ο χρόνος διαστέλλεται και τα γεγονότα γίνονται σημαντικά. Ακόμα και τα ασήμαντα. Όπως το φιλί που σου έδωσα και με είπες προδότη και εγώ φοβήθηκα και εσύ γέλασες.

Στο Δάσος όλα είναι σημαντικά. Ακόμα και τα ασήμαντα.

Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν όλη τους τη ζωή στο Δάσος και άλλοι που δεν έχουν δει ούτε ένα δέντρο. Και είναι και αυτό ένας λόγος που κάνει το Δάσος τόσο σπουδαίο, γιατί χωρίζει τους ανθρώπους σε εκείνους που έζησαν και στους άλλους που τους είπαν ότι έζησαν και το πίστεψαν.

Το Δάσος είναι μέσα μας, είναι η φυσική μας πορεία προς τον άλλον, έχει το φως του, το δικό του φως και τη διαδρομή του.

Θα μου πεις, το Δάσος είναι ένα και ανήκει σε όλους.
Και εγώ θα σου πω, υπάρχει τουλάχιστον ένα Δάσος μόνο για σένα και για μένα.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

ΥΠΟΥΛΗ ΜΝΗΜΗ


Ύπουλη, ύπουλη μνήμη...εκεί που ανέμελα κοιτάς αλλού, έρχεται αναπάντεχα από το βάθος του χρόνου το βέλος της και βρίσκει στόχο ίσια στην καρδιά σου...
μα πώς νομίζεις ότι μπορείς να ξεχάσεις τα συστατικά της ψυχής σου της ίδιας;

Απ’ τη μια μνήμη
στην άλλη,
Ανάβω τσιγάρο.
Καίγεται αργά.
Θυμάμαι ξανά
εκείνη τη φράση:
«Μόνο το τσιγάρο σου
καίγεται για σένα.»
Ευτυχώς.
Ποιος επιθυμεί τις στάχτες
αν όχι
ένας νερώνειος εγωισμός;

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Reage Pauline: Histoire d’ O


[…] Της έβαλαν λοιπόν τούτο το κολιέ κι αυτά τα βραχιόλια στο λαιμό και τους καρπούς της κι έπειτα ο άντρας της είπε να σηκωθεί. Κάθισε στη θέση της πάνω στο σκαμνί με τη γούνα και την έφερε κοντά προς τα γόνατά του, πέρασε το γαντοφορεμένο χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της κι επάνω στα στήθη της και της εξήγησε πως το ίδιο βράδυ θα τη παρουσίαζαν, έπειτα από το δείπνο που θα το 'παιρνε μόνη της. Πράγματι, δείπνησε μόνη της, πάντα γυμνή, σ' ένα είδος μικρού γραφείου, όπου έν αόρατο χέρι της έφερνε φαγητά από μια θυρίδα. Όταν τέλειωσε το δείπνο οι δυο γυναίκες ήρθαν να τη πάρουν. Στο μπουντουάρ, τοποθέτησαν μαζί πίσω στη πλάτη της, τους δυο χαλκάδες των βραχιολιών της, της έβαλαν πάνω στους ώμους πιασμένη μ' ένα κολιέ, μια μακριά κόκκινη κάπα, που τη κάλυπτε ολάκερη, αλλά που άνοιγε όταν περπατούσε, αφού δε μπορούσε να τη συγκρατήσει γιατί είχε δεμένα τα χέρια της πίσω στη πλάτη. Μια γυναίκα προχωρούσε μπροστά της κι άνοιγε τις πόρτες, η άλλη την ακολουθούσε και τις ξανάκλεινε. Διασχίσαν ένα διάδρομο, δυο σαλόνια και μπήκανε στη βιβλιοθήκη, όπου τέσσερεις άντρες παίρνανε τον καφέ τους. Φορούσαν τις ίδιες μεγάλες ρόμπες όπως κι ο πρώτος, ήσαν όμως δίχως μάσκες. Ωστόσο δε πρόφτασε η Ο να διακρίνει αν ήταν κι ο εραστής της ανάμεσά τους (ήτανε πράγματι) γιατί ένας εξ αυτών έστρεψε προς το μέρος της ένα προβολέα που τη τύφλωνε.
Όλοι μείναν ακίνητοι, οι δυο γυναίκες ζερβόδεξα κι οι άντρες απέναντι που τη κοίταζαν. Έπειτα ο προβολέας έσβησε κι οι γυναίκες φύγανε. Ξανάβαλαν όμως πάλι ένα πανί στα μάτια της Ο. Τότε τη βάλανε να περπατήσει, κάπως σκοντάφτοντας κι αισθάνθηκε να βρίσκεται μπρος σε μεγάλη φωτιά, εκεί που κάθονταν οι τέσσερις άντρες: αισθανόταν τη θερμότητα κι άκουγε στη σιγαλιά το θόρυβο που κάμανε καίγοντας τα ξύλα. Ήταν απέναντι από τη φωτιά. Δυο χέρια σηκώσανε τη κάπα της, άλλα δυο γλιστρήσανε κατά μήκος του κορμιού για να ελέγξουνε το δέσιμο των βραχιολιών: δεν ήτανε γαντοφορεμένα κι εν απ' αυτά μπήκε μέσα της κι από τις δυο μεριές ταυτόχρονα, τόσον απότομα που 'βγαλε μια κραυγή. Κάποιος γέλασε. Κάποιος άλλος είπε:
-"Ας τη γυρίσουμε να δούμε τα στήθη και τη κοιλιά".
Τη γυρίσανε κι η ζέστη της φωτιάς γινόταν αισθητή στη μέση της. Ένα χέρι της έπιασε το 'να στήθος, ένα στόμα της έπιασε την άκρη του άλλου. Όμως ξαφνικά έχασε την ισορροπία της κι έπεσε προς τα πίσω, κρατημένη -από ποια άραγε χέρια;- ενώ εν τω μεταξύ τις άνοιγαν τα πόδια και τα χείλη, ελαφρά, αισθάνθηκε μαλλιά ανάμεσα στα μπούτια της. Άκουσε να λένε πως έπρεπε να τη βάλουνε να γονατίσει. Έτσι κι έγινε. Αισθανόταν πολύ άσχημα έτσι γονατιστή και πιότερο γιατί δεν έπρεπε να πλησιάσει τα γόνατά της και γιατί τα δεμένα στη πλάτη χέρια της τη κάνανε να γέρνει κάπως εμπρός. Της επέτρεψαν τότε να σκύψει λίγο προς τα πίσω, μισοκαθισμένη στις φτέρνες, όπως κάμουν οι καλόγριες.
-"Δεν την έχετε ποτέ δέσει";
-"Όχι ποτέ".
-"Ούτε μαστιγώσει";
-"Ποτέ, αλλ’ ακριβώς...", απαντούσεν ο εραστής της.
-"Ακριβώς", είπεν η άλλη φωνή, "αν τη δένατε που και που, αν τη μαστιγώνατε λιγάκι κι αν αυτό της άρεσε!... Αυτό που χρειάζεται είναι να ξεπεραστεί η στιγμή όπου θα αισθανόταν ευχαρίστηση για να προκληθούνε δάκρυα". […]

Εκδόσεις: Μαστορίδη
Μετάφραση: Δανιήλ Μαστορίδης

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

7 ΜΕΡΕΣ, 2 ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ 1 ΩΡΑ

7 μέρες, 2 νύχτες και 1 ώρα. Αυξήθηκαν οι μέρες ή λιγόστεψαν οι νύχτες; Και αυτή η ώρα... που δεν περνά. Αρχίζει, σταματάει, φωνάζει, φεύγει. Κι εγώ ακίνητη. Να με κοιτάω από ψηλά. Δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού τώρα, παρά μόνο στο ταβάνι. Ή μήπως είμαι πιο πάνω;
"Άσε με, κράτα με, ξέχνα με, αγάπα με... κοίτα που χάλασα... όλα γυρίζουν σαν τρελά..." Τραγουδάνε οι φλέβες και χορεύει το αίμα μου. Το βλέπω να κυλάει. Δεν το νιώθω. Απλά το βλέπω. Από ψηλά. Και απλώνω το χέρι να με αγγίξω. Να το σκουπίσω. Ο ώμος του μπροστά μου. Τον ματώνω κι εγώ. Και πέφτω. Και γίνομαι πάλι ένα. Μέσα του. Κι αυτός σε μένα. Αλλά μαζί.
Και μετά φεύγω. Γιατί το τέλος είναι η αρχή.
Ανοίγω τα μάτια και τεντώνομαι. Πέρασε και η ώρα.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Η ασφαλής οδός προς τους θεούς
είναι το ωραίον. Πρέπει σε κάθε
στιγμή του βίου να ασκούμεθα σ’ αυτό.
Η άσκησις γεννά την εμπειρίαν. Έτσι
το βλέμμα και η αίσθησις θ’ αναγνωρίζουν
την ωραιότητα παντού˙ στην ηλιόβλητη
ακινησία της σμαράγδινης σαύρας,
στις λεπτές εναλλαγές των χρωμάτων
κατά το λυκόφως, στους ήχους της εξοχής
την νύχτα, στα πλήρη έρωτος βλέμματα,
στα έφηβα μυώδη μέλη στις παλαίστρες.
Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίον
που συχνάζουν οι σοφοί στα γυμναστήρια.

Ο έρως δεν είναι μόνον
η ακατανίκητος έλξις των φύλων,
αλλά η ευθεία οδός προς το Κάλλος.
Μας οδηγεί στα όρια της άλλης
πραγματικότητος, όπου η ικανοποίησις
των αισθήσεων παρέχει την ελάχιστη
πρόγευση μιας άφθαρτης
και ουράνιας μακαριότητος.

Αναλογίζομαι τας στιγμάς
του έρωτος. Όχι εκείνας που η μνήμη
ψιμυθιώνει με την σκόνη του χρόνου,
αλλά εκείνας που αιφνιδίως ανίστανται
εκ του σκότους και απαιτούν ό,τι
τους ανήκει. Καθ’ οδόν με εκοίταξεν
άγνωστη γυναίκα και αντιπαρήλθεν.
Έκτοτε προσπαθώ να διευκρινίσω
την αναίτιον συγκίνησιν, τις εικόνες
που περιπλέουν την συνείδησή μου,
ιδίως μίαν φευγαλέαν αίσθησιν
νεανικού βήματος δορκάδος
κι ένα υδατώδες όνομα: Καλλιρρόη.

Τελευταίως διερωτώμαι ποιος
είσαι. Αν υπήρξες, αν υπάρχεις πραγματικά.
Η μνήμη αιμορραγεί, χάνει εικόνες, συγχέει
συμβάντα και αναπλάθοντας λανθάνουσες
επιθυμίες, δανείζεται από την ρέμβην
ενδύματα και προσωπεία. Διερωτώμαι
λοιπόν. Εκείνος ο ενθουσιώδης μελετητής
του Πλωτίνου και του Ιάμβλιχου
στις σχολές της Αλεξάνδρειας και αλλού,
ο θυσιάζων ανδρείως εις τον Βάκχον,
ο ακαταπόνητος εις οργιώδεις ολονυχτίας,
ήσουν εσύ ή εγώ; Το κάτοπτρον ενώπιόν μου
διστάζει ν’ απαντήσει οριστικώς.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Πώς συσσωρεύονται τα γεγονότα στη ζωή μας, όπως στις ανυπεράσπιστες επιφάνειες οι κόκκοι σκόνης, κι όπως η σκόνη, έτσι ασήμαντα είναι τα περισσότερα, και το ίδιο αναπότρεπτα και μοιραία. Ώσπου, με μια κίνηση, χέρια που ανοίγουν μονοπάτια έρχονται να καθαρίσουν το γκρίζο κι αποκαλύπτεται της ψυχής η διαύγεια ολοκάθαρη. Και κοίτα που το καθάρισμα αυτό είναι πρώτα από όλα χάδι.
Στον αναπόφευκτο καμβά της σκόνης των μικρών πραγμάτων που μας μένει με το πέρασμα του χρόνου έχουμε την ευτυχία να σχεδιάζουμε αγγίγματα.

Από εσένα
μόνο το χέρι σου θυμάμαι.

Από εσένα,
μόνο την αγάπη που ένιωσα
έχω ν' αγαπώ.

Η ΜΟNΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΧΩΜΑ

Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου. Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου. Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει...

'Ο,τι κι αν σου πω, δε θα μεταδώσω αυτό που μ' έκανε να σε ΘΕΛΩ έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμη και τη ζωή μου να δώσω...

Οι ήχοι του έρωτα είναι οι ψιθυρισμοί, όσο χαμηλότεροι τόσο πλησιέστεροι. Έτσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή, που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;

Τις νύχτες και τους ύπνους σου πίσω απ' τα κλειστά σου βλέφαρα τους μίσησα. Με σφαλιχτά τα μάτια, προφυλαγμένος, μπορούσες να ξεγλιστράς εκεί που δεν μπορούσα να σε παρακολουθήσω και με πρόδιδες...

Κι έχει συννεφιά βαριά κι ετοιμάζεται πάλι να βρέξει.
Καταλαβαίνω τώρα τους Κινέζους που αφιερώνουν μια ζωή στο να μάθουν να ζωγραφίζουν μια σταγόνα βροχής ή μια πευκοβελόνα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φαίνεται. Δε σου ανοίγεται αλλιώς ο κόσμος...

Και μόνο για τη θάλασσα δεν κρατιέμαι να μη σου πω, πως σήμερα έχει το χρώμα του λιωμένου μέταλλου. Πυκνή, παχύρρευστη, με μια μεταλλική δύναμη στα έγκατά της που την αναδεύει αργά. Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω της, χωρίς να βυθιστείς...

Και στα σύννεφα, παιδί, έψαχνα να βρω γνώριμα σχήματα, όμως στα σύννεφα τα σχήματα διατηρούνται λίγο, αλλάζουν συνέχεια, με μπερδεύουν. Το σχήμα του βράχου είναι ακλόνητο. Λαχταρώ το ακλόνητο τώρα, όπως ο ναυαγός τη σανίδα στο αναστατωμένο πέλαγο που τον απειλεί...

Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι, με τους δείχτες του ρολογιού μ' έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδη κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό "τώρα" του έρωτα...

Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές. Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών. Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι το θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δε μ' αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα...

Ο καιρός καλεί δεν καλείται. Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό...

Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας...

Στο ΧΑΔΙ σου το αίμα μου θυμήθηκε την αιτία και τον προορισμό του...

Νιώθω φορτωμένη, ξέχειλη από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο. Πώς ν' απαλλάξω τη σκέψη μου απ' τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω "σ' αγαπώ", γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα, τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση; Να σου λέω "Σ' ΑΓΑΠΩ", γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου, πρωτοφανές, άγνωστο και λέει έτσι...

Ζαλίζομαι πάλι, ξεχνώ όλα τ' άλλα, τις αποφάσεις μου όλες, απλώνω τα χέρια μου και σε πείσμα όλης της λογικής του κόσμου, όλης της φρόνησης, υπνωτισμένη απ' τη γιγαντοαφίσα σου ορμώ να σε χαϊδέψω. Σε πείσμα όλων σε θέλω σαν μανιακός και με κυριεύει η παλιά λαχτάρα η πιο επιτακτική κι η πιο επίφοβη: ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΠΩΛΕΣΘΩ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ΠΑΡΑ ΝΑ ΣΩΘΩ ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ...

Ο πιο μοναχικός δρόμος είναι αυτός που με παίρνει μακριά σου...

Το ΠΑΘΟΣ που το σώμα σου και το σώμα μου ύφαναν σφιχτά έκανε καλά τη δουλειά του. Με ηδονή και οδύνη μ' έκαψε, μ' έλιωσε και μ' έχυσε σε καλούπι νέο. Μετά από σένα έχω γίνει άλλη...

Θέλω να κλάψω, θέλω να γυρίσω πίσω, θέλω να σε ξαναβρώ. Είμαι πιο αδύναμη απ' αυτό το πούπουλο του κλέφτη, που πετάει στον άνεμο. Πούπουλο είμαι κι εγώ με άνεμο, τη δικιά σου ανάσα. Είμαι αδύναμη σαν ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ. Είμαι μόνιμο εξάρτημα της ανάγκης για σένα...

Οι στόχοι που διάλεξα υποχωρούν νικημένοι απ' τον στόχο που με διάλεξε. Εσύ είσαι ο στόχος που με διάλεξε, η αναπότρεπτη μοίρα μου, η άγρυπνη ματιά στου μυαλού μου το θόλο...

Να σ' αγγίξω, να σε πιάσω, να σε μυρίσω. Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια, στο κορμί σου που πιάνεται, στο φιλί σου που τρώγεται, στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους...

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του. Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου. Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ' του Παράδεισου το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει...

ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ όλα τα παραπετώ, τα καταπατώ, τα περιφρονώ και τα μισώ γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ' αγκαλιάσω. Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ' τη μήτρα. Βιάζομαι να βγω στο φως, φως μου...

'Οχι λοιπόν δεν γίνεται να τελειώσεις εσύ για μένα, εγώ θα τελειώσω για σένα και πάνω σου. Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας που θα λάμψει όλη του τη λάμψη και θα καεί. Αυτός είναι ο ρόλος μου στο σχέδιο του κόσμου, ο μόνος, γι' αυτό τον αποζητώ έτσι επιτακτικά...

ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ όλα μου τα φουκαριάρικα κατορθώματα εδώ ευχαρίστως τα θυσιάζω. Υπομονές, πρακτικές, προσευχές, ασκητικές, ησυχασμούς, εγκράτειες, ανακαλύψεις και αποκαλύψεις, τα βράζω. Χειροπιαστός είναι ο κόσμος μάτια μου. Χειροπιαστός σαν το γλυκό σου δέρμα και κανείς δε στέκεται πάνω σε νεφέλες, κανείς δεν περπατά πάνω σε νερά...

Κι αν πάλι δε συμφωνήσεις μ' όλα τούτα, θα πέσω και θα σε ΙΚΕΤΕΨΩ, για μια νύχτα άφησέ με να σ' αποκτήσω ξανά, να ενωθώ μαζί σου κι ύστερα άλλο τίποτα δε θα ζητήσω...

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΕΡΩΤΑ κι ύστερα ας χαθώ στη σκοτεινιά του τίποτα, του χωρίς εσένα. Θ' αναπαυθώ εν ειρήνη μια κι όλα θα τ' αποκτήσω και θα τα ζήσω σε μια νύχτα...

Σ' ΑΓΑΠΩ κι αγαπώντας σε σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι...
Είμαστε στο ΠΑΝΤΟΥ και στο ΠΑΝΤΑ τώρα που σ' αγάπησα κι η αγάπη κάνει αδιαίρετους....

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Είναι ωραίο να μπορείς να δεις τον εαυτό σου.

-Κλείσε τα μάτια.

Είναι ωραίο να μπορείς να εμπιστευτείς έναν άνθρωπο έτσι.

Κλείνω τα μάτια.
Το ζήτησε για εμένα.

Η κίνησή μας απαλή, ήρεμη, ομαλή.

Τρέχει και ο αέρας φέρνει το άρωμα των μαλλιών του.

Το χέρι μου αφήνεται να παρασυρθεί από τον δυνατό άνεμο.

Προσπαθώ να φανταστώ τα σχέδια που σχηματίζει ο δείκτης μου.
Λεπτές φωτεινές γραμμές βγαίνουν από την άκρη του και ταξιδεύουν για λίγο πίσω μας.
Μετά χάνονται.

Ο αέρας γύρω μας είναι δροσερός.

Δεν ακούγεται τίποτα.
Μόνο η ανάσα μας.

Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάω πίσω μας.
Τα φώτα της πόλης μέσα στο σκοτάδι είναι μαγευτικά.

Βουλιάζω στην πλάτη σου.

Κλείνω τα μάτια και σε κοιτάω.

Μου αρέσει να ταξιδεύω μαζί σου.
Από τότε που θυμάμαι.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΝΗΜΕΣ

Ένα βράδυ, πριν λίγες μέρες ο Ορέστης, μας έβαζε τραγούδια. Το ένα έφερε το άλλο και άρχισα να σκαλίζω το youtube (πράγμα που κάνω πολύ συχνά κάθε φορά που βάζετε κομμάτια). Έπεσα πάνω σε κάτι που είχα ξεχάσει ή, μάλλον καλύτερα, που είχα πολλά χρόνια να ξαναφέρω στο φως από τα σκοτάδια της μνήμης. Δεν το ξέχασα ποτέ, δεν μπορούσε να συμβεί άλλωστε. Απλά είναι από εκείνα τα γεγονότα της ζωής μας, που μας σημαδεύουν για πάντα, αλλά δεν είναι στη μνήμη μας καθημερινά. Πιθανόν τα θυμόμαστε μια φορά το χρόνο ή μια φορά κάθε δέκα χρόνια. Παρόλο που είναι ευχάριστα και δεν μας προκαλούν άσχημα συναισθήματα, δεν τα φέρνουμε στη μνήμη μας, γιατί είναι ένα κομμάτι της ζωής μας, που έκανε τον κύκλο του, ολοκληρώθηκε και έκλεισε οριστικά.
Χάρηκα που ξανάρθε στη μνήμη μου, έτσι ξαφνικά, απροσδόκητα από το πουθενά. Και ξαφνικά θυμήθηκα μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια, μέχρι και τις μυρωδιές, τους ήχους, τα πάντα. Όλα ζωντάνεψαν ξανά μπροστά μου. Τελικά ισχύει αυτό που λένε, δεν ξεχνάμε τίποτα, απλά επιλέγουμε τι θέλουμε να κρατήσουμε, ανάλογα με την ψυχική διάθεση που βρισκόμαστε.
Καιρό είχα να χαζέψω τον εαυτό μου, είναι κάτι που δε μου άρεσε ποτέ. Δε μου αρέσει να με βλέπω. Από παιδί. Μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω το γιατί. Κάθησα λοιπόν και με παρακολουθούσα. Και είναι από τις λίγες φορές που το έκανα χαμογελώντας. Ξαναείδα ένα κομμάτι της ζωής μου, που πια δεν υφίσταται, αλλά που το αγαπώ πολύ. Παρόλο που αυτός ο κύκλος έχει κλείσει, δεν παύει να αποτελεί κομμάτι του εαυτού μου. Και ένιωσα πολύ όμορφα που το έζησα και αυτό στη ζωή μου. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν έχει σημασία που πέρασαν τα χρόνια, ότι δεν είμαι όπως ήμουνα, ότι έχω αλλάξει πάρα πολύ εξωτερικά. Διαπίστωσα το κέρδος της σοφίας που μου χάρισε αυτός ο κύκλος, που τότε δεν είχα δει. Το είδα τώρα.
Συγχωρέστε με, που μιλάω τόσο πολύ για μένα. Μη με παρεξηγήσετε, δεν θέλω να σας κάνω επίδειξη. Σπάνια μιλάω για μένα και σχεδον ποτέ για το παρελθόν, αλλά το 1997 ήταν μια πολύ φωτεινή χρονιά. Τα πάντα ήταν λευκά. Τόσο εκτυφλωτικά λευκά που τα χρώματα εξαφανιζόντουσαν. Έμεναν μόνο οι σκιές, η αίσθηση της αιώρησης στο κενό, τα κόκκινα μακριά μαλλιά μου, μια να χαϊδεύουν το πάτωμα και μια να ανεμίζουνε όπως τα φίδια στο κεφάλι της Μέδουσας, η κραυγή του έρωτα και η κραυγή του θανάτου. Αλήθεια, πόσο ίδιες είναι!




ΟΜΟΙΑ Η ΜΟΡΦΗ ΜΑ Η ΛΟΓΙΚΗ ΛΕΕΙ ΟΧΙ

Κατ’ αρχήν, η αφθονία των κατόπτρων. Όταν υπάρχει ένας καθρέφτης θέλεις να κοιταχτείς, είναι ανθρώπινη φάση. Κι εκεί δεν βλέπεις τον εαυτό σου. Τον ψάχνεις, ψάχνεις την θέση σου στο χώρο, όπου ο καθρέφτης θα σου πει «εκεί είσαι και είσαι εσύ», και υποφέρεις πολύ, κοπιάζεις, διότι τα κάτοπτρα του Λαβουαζιέ, κοίλα ή κυρτά, σε εξαπατούν, σε χλευάζουν: κάνεις πίσω και βρίσκεις τον εαυτό σου, μετατοπίζεσαι και χάνεσαι Αυτό το θέατρο των κατόπτρων στήθηκε για να σου στερήσει κάθε ταυτότητα και να σε κάνει να νιώσεις ανασφάλεια για την θέση σου. Σαν να σου λέει: δεν είσαι το Εκκρεμές, ούτε στη θέση του Εκκρεμούς. Και συ δεν νιώθεις αβέβαιος μόνο για τον εαυτό σου αλλά και για τα ίδια τα αντικείμενα που βρίσκονται ανάμεσα σε σένα και σ’ έναν άλλο καθρέφτη. Βεβαίως, η φυσική μπορεί να σου πει τι είναι και σε τι οφείλεται: Βάλε ένα κοίλο κάτοπτρο που συγκεντρώνει τις ακτίνες οι οποίες εκπέμπονται απ’ το αντικείμενο - στην περίπτωση αυτή, από έναν άμβυκα πάνω σε μια χάλκινη χύτρα - και ο καθρέφτης θα στείλει πίσω τις προσπίπτουσες ακτίνες κατά τέτοιον τρόπο που εσύ δεν θα βλέπεις το αντικείμενο να διαγράφεται καθαρά μέσα στον καθρέφτη, αλλά θα το μαντεύεις φασματικό, διάφανο, να πλανιέται στον αέρα ανεστραμμένο, έξω από τον καθρέφτη. Φυσικά, αρκεί να μετακινηθείς λιγάκι και η εντύπωση χάνεται.
Μα ξαφνικά είδα τον εαυτό μου ανεστραμμένο σ’ έναν άλλον καθρέφτη.
Ανυπόφορο.

ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ
Το εκκρεμές του Φουκώ
Μτφρ. Εφ. Καλλιφατίδη
ΓΝΩΣΗ, 1989

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Τώρα τελευταία, πολύ συχνά, αναρωτιέμαι πόσο πόνο μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο σώμα και σε ποια έκταση. Κάθε φορά που πονάς πιο δυνατά από την προηγούμενη λες "δεν μπορεί να υπάρξει πιο δυνατός από αυτή τη φορά". Κι όμως υπάρχει. Τελικά συνηθίζεις ή έχεις δυνάμεις για να τον αντέξεις; Κάθεσαι ακίνητος και τον υπομένεις στωικά ή τινάζεσαι και ουρλιάζεις;
Αφήνεσαι στα χέρια των άλλων, που δουλειά τους είναι να γιατρεύουν τον πόνο, αλλά ξέρεις πολύ καλά, ότι θα γιατρέψουν τον πόνο με πόνο. Ένα επαγγελματικό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη τους, τα μάτια τους δεν έχουν κανένα συναίσθημα, τα χέρια τους δεν πιάνουν ένα ανθρώπινο σώμα αλλά ένα αντικείμενο που δεν έχουν καμία σχέση μαζί του. Οι κινήσεις τους γρήγορες, βιαστικές, να ξεμπερδέψουν με συνοπτικές διαδικασίες. Και κάποιες φορές ένα τυπικό χτύπημα στον ώμο και ένα ηλίθιο σχόλιο. Πόσο ψεύτικοι είναι. Μετά σε αφήνουν και κάνουν πλακίτσα με τον συνάδελφο λες και δεν υπάρχεις, μιλάνε σαν να είσαι αόρατος, σαν να μην είσαι εκεί. Μέχρι που αναρωτιέσαι αν όντως είσαι εκεί. Αν είναι αλήθεια ή εικονική πραγματικότητα. Ο καινούριος πόνος που ξεκινά σου θυμίζει ότι είναι αλήθεια αυτό που ζεις. Εκείνη την ώρα θέλεις κάποιον, οποιονδήποτε, να του σφίξεις το χέρι. Δεν υπάρχει κανείς, οπότε σφίγγεις το μπράτσο της πολυθρόνας. Βλέπεις τις ασπρίλες από τα σημάδια που αφήνουν τα νύχια σου. Όχι, δεν σε νοιάζει αν καταστρέψεις κάτι που δεν είναι δικό σου. Ο μόνος ήχος ζωής είναι τα νύχια σου και αυτή που σχολιάζει την συνάδελφο της άλλης βάρδιας. Αυτοί όμως δεν ακούν τους ήχους από τα νύχια σου. Και εσύ τους κοιτάς και δε μιλάς. Φυλακίζεις πίσω από τα χείλη τη γλώσσα σου για να μην τους παρακαλέσεις, για να μην τους βρίσεις, για να μην τους ενοχλήσεις. Φυλακίζεις πίσω από τα χείλη τα δόντια σου γιατί θέλεις να δαγκώσεις δυνατά. Τελικά καταλήγεις να δαγκώνεις τα χείλη σου. Καταπίνεις το αίμα, είναι και αυτό μια στοματική ασχολία που σε εμποδίζει να μιλήσεις.
Και απλά περιμένεις να τελειώσει η διαδικασία.
Μετά από ώρα συνειδητοποιείς ότι το σώμα σου είναι τόσο πολύ μουδιασμένο, ώστε να μην το νιώθεις. Δεν νιώθεις τίποτα. Σηκώνεσαι, περπατάς και νιώθεις ότι δεν ελέγχεις το σώμα σου. Καταλαβαίνεις ότι δεν πονάς αλλά δεν σου προκαλεί κανένα συναίσθημα. Σαν να είσαι στο σώμα κάποιου άλλου. Σκέφτεσαι μόνο ότι επιτέλους μπορείς να φύγεις, ότι είσαι ελεύθερος. Αυτὀ βέβαια θα διαρκέσει για λίγο, μέχρι τη στιγμή που η σκέψη ότι και αύριο θα γίνει πάλι το ίδιο, θα κάνει την εμφάνισή της. Τη διώχνεις όμως γρήγορα από μπροστά σου, φέρνοντας στο νου σου πράγματα που σε κάνουν ευτυχισμένο. Από παραμύθια μέχρι αλήθειες. Σε αυτό το παιχνίδι όλα επιτρέπονται. Τώρα βάζεις εσύ τους όρους.
Θέλεις να βρεθείς με κόσμο, θέλεις να νιώσεις ζωντανός. Δεν θες να πας σπίτι, όπως σε έχουν συμβουλέψει να κάνεις. Θέλεις να δεις τις δυνάμεις σου. Δεν αλλάζεις το πρόγραμμά σου και τις συνήθειές σου, γιατί πρέπει να πιστέψεις ότι όλα είναι όπως πριν. Πριν εμφανιστεί ο πόνος. Η μόνη διαφορά με πριν είναι ότι τώρα σε ότι κάνεις έχεις την παρέα του. Αλλά δεν του δίνεις σημασία. Είσαι ικανός εκείνη την ώρα να ξεπεράσεις τα όριά σου, γιατί θέλεις εσύ να κάνεις κουμάντο στον εαυτό σου, όχι αυτός. Τον αντιμετωπίζεις σαν κάποιον που δεν θέλεις αλλά πρέπει να συνυπάρξεις μαζί του στον ίδιο χώρο. Περνάς την πόρτα, βγαίνεις στον ήλιο, χαμογελάς και τώρα πραγματικά νιώθεις ότι ξεκινάει η μέρα σου.
Αργά, όσο μπορείς πιο αργά, επιστρέφεις στο σπίτι σου. Γδύνεσαι και κοιτάζεις το σώμα σου στον καθρέφτη. Κοιτάς τις αλλαγές, τις μελανιές. Κάθε μέρα και μία. Σαν ημερολόγιο. Οι παλιές είναι κίτρινες, οι άλλες μωβ, η σημερινή κόκκινη. Αύριο θα αρχίσει να γίνεται μωβ και αυτή και μια ακόμα κόκκινη θα προστεθεί δίπλα της. Παρατηρείς ότι οι ρυτίδες στο πρόσωπό σου κάθε μέρα γίνονται και πιο έντονες. Περνάς τα δάχτυλά σου από πάνω τους και κοιτάς το είδωλό σου. Δεν αντέχεις να το κοιτάς για πολύ, κάθεσαι στο χείλος της μπανιέρας και αρχίζεις να κλαις. Κλαις με λυγμούς, ένας βαθύς βόγγος βγαίνει από μέσα σου. Είναι από το πρωί εκεί, δεν μπορείς να τον κρατήσεις άλλο φυλακισμένο. Είναι μια μαχαιριά που σου καρφώνει το στήθος. Ουρλιάζεις. Επιτέλους ουρλιάζεις. Είσαι μόνος δεν υπάρχει κανείς, θες κάποιον αλλά δεν υπάρχει. Ξαφνικά συνειδητοποιείς όλη μέρα ήσουν με κόσμο, γιατί φοβόσουν ακριβώς αυτή τη στιγμή. Την καθυστέρησες όσο μπορούσες. Σηκώνεσαι από το χείλος της μπανιέρας, κοιτάς το πρόσωπό σου στον καθρέπτη. Δάκρυα, σάλια, μύξες, άσχημο πρόσωπο. Δεν πιστεύεις ότι είναι δικό σου. Έχεις ήδη καταρρεύσει. Και ένα ερώτημα καρφώνεται στο μυαλό σου. Όλη μέρα προσπάθησες να ξεπεράσεις τα όριά σου, αλλά το έκανες με την λογική ότι θα τα καταφέρεις ή με την λογική να τελειώνουν όλα μια ώρα αρχίτερα;