Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΝΗΜΕΣ

Ένα βράδυ, πριν λίγες μέρες ο Ορέστης, μας έβαζε τραγούδια. Το ένα έφερε το άλλο και άρχισα να σκαλίζω το youtube (πράγμα που κάνω πολύ συχνά κάθε φορά που βάζετε κομμάτια). Έπεσα πάνω σε κάτι που είχα ξεχάσει ή, μάλλον καλύτερα, που είχα πολλά χρόνια να ξαναφέρω στο φως από τα σκοτάδια της μνήμης. Δεν το ξέχασα ποτέ, δεν μπορούσε να συμβεί άλλωστε. Απλά είναι από εκείνα τα γεγονότα της ζωής μας, που μας σημαδεύουν για πάντα, αλλά δεν είναι στη μνήμη μας καθημερινά. Πιθανόν τα θυμόμαστε μια φορά το χρόνο ή μια φορά κάθε δέκα χρόνια. Παρόλο που είναι ευχάριστα και δεν μας προκαλούν άσχημα συναισθήματα, δεν τα φέρνουμε στη μνήμη μας, γιατί είναι ένα κομμάτι της ζωής μας, που έκανε τον κύκλο του, ολοκληρώθηκε και έκλεισε οριστικά.
Χάρηκα που ξανάρθε στη μνήμη μου, έτσι ξαφνικά, απροσδόκητα από το πουθενά. Και ξαφνικά θυμήθηκα μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια, μέχρι και τις μυρωδιές, τους ήχους, τα πάντα. Όλα ζωντάνεψαν ξανά μπροστά μου. Τελικά ισχύει αυτό που λένε, δεν ξεχνάμε τίποτα, απλά επιλέγουμε τι θέλουμε να κρατήσουμε, ανάλογα με την ψυχική διάθεση που βρισκόμαστε.
Καιρό είχα να χαζέψω τον εαυτό μου, είναι κάτι που δε μου άρεσε ποτέ. Δε μου αρέσει να με βλέπω. Από παιδί. Μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω το γιατί. Κάθησα λοιπόν και με παρακολουθούσα. Και είναι από τις λίγες φορές που το έκανα χαμογελώντας. Ξαναείδα ένα κομμάτι της ζωής μου, που πια δεν υφίσταται, αλλά που το αγαπώ πολύ. Παρόλο που αυτός ο κύκλος έχει κλείσει, δεν παύει να αποτελεί κομμάτι του εαυτού μου. Και ένιωσα πολύ όμορφα που το έζησα και αυτό στη ζωή μου. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν έχει σημασία που πέρασαν τα χρόνια, ότι δεν είμαι όπως ήμουνα, ότι έχω αλλάξει πάρα πολύ εξωτερικά. Διαπίστωσα το κέρδος της σοφίας που μου χάρισε αυτός ο κύκλος, που τότε δεν είχα δει. Το είδα τώρα.
Συγχωρέστε με, που μιλάω τόσο πολύ για μένα. Μη με παρεξηγήσετε, δεν θέλω να σας κάνω επίδειξη. Σπάνια μιλάω για μένα και σχεδον ποτέ για το παρελθόν, αλλά το 1997 ήταν μια πολύ φωτεινή χρονιά. Τα πάντα ήταν λευκά. Τόσο εκτυφλωτικά λευκά που τα χρώματα εξαφανιζόντουσαν. Έμεναν μόνο οι σκιές, η αίσθηση της αιώρησης στο κενό, τα κόκκινα μακριά μαλλιά μου, μια να χαϊδεύουν το πάτωμα και μια να ανεμίζουνε όπως τα φίδια στο κεφάλι της Μέδουσας, η κραυγή του έρωτα και η κραυγή του θανάτου. Αλήθεια, πόσο ίδιες είναι!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου